υποθητεύω

υποθητεύω
Α
είμαι δούλος σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + θητεύω «δουλεύω, εργάζομαι με μισθό» (< θής, θητός «εργάτης, δουλοπάροικος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”